- ισόσταθμος
- -η, -ο (ΑΜ ἰσόσταθμος, -ον)αυτός που έχει ίσο βάρος με κάτι άλλο, ισοβαρής, ισοζυγήςμσν.1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόσταθμαα) με το ίδιο βάρος, ισοβαρώςβ) συμμετρικά2. αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον άλλο, ο ισοϋψής.επίρρ...ισόσταθμα (Α ἰσοστάθμως)με την ίδια αναλογία, εξίσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -σταθμος < σταθμός «ζυγός» (πρβλ. αντί-σταθμος, σύ-σταθμος)].
Dictionary of Greek. 2013.